Η εγκυμοσύνη χαρακτηρίζεται από μεταβολές στην παραγωγή και τον μεταβολισμό των ανδρογόνων. Ο ρόλος των ανδρογόνων στην πλακουντιακή και εμβρυική επινεφριδιακή βιοσύνθεση των οιστρογόνων είναι πολύ σημαντικός. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος του φλοιού του εμβρυικού επινεφριδίου στην βιωσιμότητα της εμβρυοπλακουντιακής μονάδας, καθώς ο πλακούντας εξαρτάται από την παρουσία των C19
στεροειδών για την βιοσύνθεση των οιστρογόνων που παράγονται σε αυξημένες ποσότητες κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, καθώς οι DEHA και DEHA-S είναι οι πρόδρομες ουσίες από τις οποίες ο πλακούντας συνθέτει τις ποσότητες των οιστρογόνων που απαιτούνται στην κύηση. Τα στεροειδή αυτά παράγονται από τα εμβρυικά επινεφρίδια. Πρόδρομη ουσία για την επινεφριδιακή στεροειδογένεση είναι η χοληστερόλη και από το μέσο της κύησης βρίσκεται υπό τον έλεγχο της ACTH. Στο τέλος της κύησης διπλασιάζεται ο ρυθμός παραγωγής και ο ρυθμός μεταβολικής κάθαρσης της DEHA, ενώ ο ρυθμός μεταβολικής κάθαρσης της
DEHA-S οχταπλασιάζεται. Σημαντικό ρόλο στην αύξηση της επινεφριδιακής αυτής παραγωγής ανδρογόνων φαίνεται ότι παίζει η PRL. Τα εμβρυικά επινεφριδιακά αυτά στεροειδή αρωματοποιούνται στον πλακούντα σε οιστριόλη (Ε3) και σε οιστραδιόλη (Ε2). Το 9% περίπου της Ε2 φαίνεται να παράγεται από αυτή τη πηγή (η πλακουντιακή παραγωγή της 17-β- οιστραδιόλης προέρχεται κυρίως από τα C19 ανδρογόνα της μητέρας), ενώ η Ε3 φαίνεται να παράγεται σχεδόν αποκλειστικά από εκεί.
Με τον όρο υπερανδρογοναιμία αναφερόμαστε στην ανεύρεση υψηλών επιπέδων ενός, τουλάχιστον, ανδρογόνου στον ορό του αίματος. Οι κλινικές εκδηλώσεις της υπερανδρογοναιμίας στα θήλεα εξαρτώνται από την ηλικία έναρξης της υπερανδρογοναιμίας.
Η πιο συχνή αιτία υπερανδρογοναιμίας κατά την κύηση είναι μια κατάσταση ωοθηκικής αιτιολογίας, όπως το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (PCOS), το ωχρίνωμα της κύησης (luteoma) και η υπερθήκωση (hyperactio luteinalis). Ωοθηκικοί όγκοι που εκκρίνουν ανδρογόνα είναι σπάνιοι κατά την κύηση. Επίσης σπάνια είναι η υπερανδρογοναιμία επινεφριδιακής αιτιολογίας. Τέλος, η λήψη ανδρογόνων ή ορισμένων
προγεσταγόνων (πχ danazol) μπορεί να οδηγήσει σε ιατρογενή υπερανδρογοναιμία.
Πράγματι, η εμφάνιση υπερανδρογονικών εκδηλώσεων κατά την κύηση είναι σχετικά σπάνια και μπορεί τις περισσότερες φορές να σχετίζεται με μια κατάσταση που προϋπήρχε της κύησης και που οδηγούσε παράλληλα σε ανωοθυλακιορρηκτικούς κύκλους. Η συχνότερη τέτοια κατάσταση είναι το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (PCOS). Τυχόν σημεία αρρενοποίησης θα είναι ήπια και παροδικά και στην μεγάλη τους πλειοψηφία θα έχουν υποστρέψει εντός 4-5 εβδομάδων. Έγκυες γυναίκες με PCOS παρουσιάζουν αυξημένη περιγεννητική νοσηρότητα λόγω του αυξημένου κινδύνου, σε σχέση με τον φυσιολογικό εγκύμονα πληθυσμό, που έχουν για την εμφάνιση διαταραχών του μεταβολισμού γλυκόζης και διαβήτη της κύησης,
υπέρταση της εγκυμοσύνης και προεκλαμψίας. Τα νεογνά θα παρουσιάσουν επίσης αυξημένη νοσηρότητα λόγω κυρίως του αυξημένου ποσοστού εμφάνισης πρόωρου τοκετού. Η χρήση φαρμάκων που τροποποιούν την περιφερική αντίσταση στην ινσουλίνη, όπως είναι η μετφορμίνη, φαίνεται ότι μειώνουν τον κίνδυνο αποβολής, το αυξημένο ποσοστό εμφάνισης πρόωρου τοκετού, σακχαρώδους διαβήτη και προεκλαμψίας.
Αίτια αυξημένης παραγωγής ανδρογόνων
1. Από τις ωοθήκες
• Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
• Υπερθήκωση
• Υπερπλασία κυττάρων πύλης
• Ωοθηκικοί όγκοι που παράγουν ανδρογόνα
2. Από τα επινεφρίδια
• Συγγενής Υπερπλασία Επινφριδίων (ΣΥΕ)
• Σύνδρομο Cushing
• Όγκοι παραγωγής ανδρογόνων (αδένωμα, καρκίνωμα)
3. Φάρμακα
• Ανδρογόνα, αναβολικά, προγεστερινοειδή, άλλα φάρμακα (διαζοξίδη)
4. Άλλοι παράγοντες
• Υπερινσουλιναιμία
• Παχυσαρκία
• Υπερπρολακτιναιμία
• Αυξημένη δραστηριότητα 5α- αναγωγάσης
Η αρρενοποίηση των θήλεων εμβρύων θα οφείλεται συνηθέστερα σε εμβρυικής προελεύσεως αιτιολογία, όπως η Συγγενής Υπερπλασία των Επινεφριδίων (ΣΥΕ). Ο κίνδυνος αρρενοποίησης λόγω υπερανδρογοναιμίας της μητέρας εξαρτάται από την περίοδο έκθεσης στην κατάσταση υπερανδρογονικής περίσσειας. Η σοβαρότερη προσβολή των εξωτερικών γεννητικών οργάνων θα συμβεί σε υπερανδρογοναιμία
του πρώτου τριμήνου της κυήσεως. Ήπια μητρική υπερανδρογοναιμία κατά το δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο της κύησης δεν θα οδηγήσει υποχρεωτικά σε αρρενοποίηση των εξωτερικών γεννητικών οργάνων του θήλεος εμβρύου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μια σοβαρή κατάσταση υπερανδρογονικής έκθεσης το ίδιο διάστημα δεν θα οδηγήσει σε προσβολή των εξωτερικών γεννητικών οργάνων. Στην κλασσική ΣΥΕ η νόσος εκδηλώνεται στην ενδομήτρια ζωή με αρρενοποίηση των εξωτερικών γεννητικών οργάνων στα θήλεα, ή την απώλεια άλατος στο νεογέννητο, λόγω απουσίας παραγωγής αλδοστερόνης, με συνέπεια την αφυδάτωση και το θάνατό του εάν δεν γίνει έγκαιρα διάγνωση.
Η θεραπεία με κορτιζόνη πρέπει να αρχίζει στις πρώτες εβδομάδες της κύησης για να αποφευχθεί η αρρενοποίηση η οποία συμβαίνει μεταξύ 10ης και 16ης εβδομάδας της κύησης. Το γλυκοκορτικοειδές εκλογής είναι η δεξαμεθαζόνη, καθώς δεν αδρανοποιείται από τον πλακούντα και μπορεί να καταστείλει τα επινεφρίδια του εμβρύου. Επινεφριδιακοί όγκοι που παράγουν ανδρογόνα, όπως καρκίνωμα ή αδένωμα του επινεφριδιακού φλοιού,
μπορεί να κρύβονται στην αιτιολογία της υπερανδρογοναιμικής εμφάνισης κατά την κύηση, αν και είναι εξαιρετικά σπάνιοι. Κλινικός υπερανδρογονισμός μπορεί να συνοδεύει το σύνδρομο Cushing. Ο πρόωρος τοκετός εμφανίζεται στο 65% περίπου των κυήσεων με σύνδρομο Cushing, ενώ η εμβρυική απώλεια υπολογίζεται στο 15%. Υπέρταση και προεκλαμψία εμφανίζονται σε μεγάλο ποσοστό, ενώ 10% των εγκύων θα εμφανίσουν
καρδιακή ανεπάρκεια. Τα 2/3 των γυναικών θα εμφανίσουν σακχαρώδη διαβήτη κύησης, ενώ η μητρική θνησιμότητα κυμαίνεται σε ένα υψηλό ποσοστό 4.7 %.
Η αρρενοποίηση του εμβρύου μπορεί να επέλθει σαν συνέπεια ενός ορμονοπαραγωγικού όγκου της ωοθήκης, ωχρινώματος κύησης και υπερθήκωσης. Το 25- 30% των εγκύων που θα εμφανίσουν ωχρίνωμα της κύησης θα εκδηλώσει κλινικά στοιχεία υπερανδρογοναιμίας και τα νεογνά θα εμφανίσουν αρρενοποίηση των εξωτερικών γεννητικών οργάνων στα 2/3 των περιπτώσεων αυτών. Το ωχρίνωμα θα υποχωρήσει αυτόματα και πλήρως το διάστημα αμέσως μετά τον τοκετό ενώ τα ανδρογόνα θα έχουν επανέλθει πλήρως σε διάστημα δυο εβδομάδων. Ανάλογα με τον βαθμό των κλινικών εκδηλώσεων της υπερανδρογοναιμίας στην μητέρα, τα συμπτώματα θα υποχωρήσουν σε διάστημα από δυο μέχρι έξι μήνες, αν και ορισμένα, όπως η κλειτοριδομεγαλία και οι αλλαγές στην φωνή, δεν είναι πλήρως αναστρέψιμα. Η επανεμφάνισή του συνδρόμου σε μελλοντική κύηση είναι πολύ πιθανή.
Η ίδια η ύπαρξη υπερανδρογοναιμίας, ανεξαρτήτως αιτιολογίας, όπως εκφράζεται από τον δείκτη των ελεύθερων ανδρογόνων (FAI), αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα για την εμφάνιση κινδύνου αποβολής σε γυναίκες με ιστορικό καθ’έξιν αποβολών και μάλιστα αυτός ο δείκτης είναι πιο σημαντικός από την ηλικία (> 40 έτη) ή τον αριθμό των προηγούμενων αποβολών (>6 αποβολές) (ποσοστό αποβολών 68% για FAI >5 και 40% για FAI <5).